- αρχέστατος
- ἀρχέστατος, ο (Α)ο πάρα πολύ αρχαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε-* + -στατος < ίστημι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
АРХЕСТРАТ — • Archestrătus, Άρχέστατος, родом из Гелы, современник Дионисия Младшего, подобно многим нижнеитальянским и сицилийским писателям прославившийся в области литературы высшего поваренного искусства и гастрономии; написал гекзаметрами в… … Реальный словарь классических древностей
αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… … Dictionary of Greek